- ἀτακτῶ
- ἀτακτέωto be undisciplinedpres subj act 1st sg (attic epic doric)ἀτακτέωto be undisciplinedpres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ατακτώ — και αταχτώ ησα, κάνω αταξίες, παρεκτρέπομαι: Στο σχολειό πολλές φορές ατακτούσε και τον τιμωρούσαν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ατακτώ — και αταχτώ (AM ἀτακτῶ, έω) [άτακτος] κάνω αταξίες, παρεκτρέπομαι αρχ. μσν. 1. κάνω παράβαση 2. στασιάζω μσν. 1. βρίσκομαι σε αταξία 2. αυθαιρετώ αρχ. 1. (για στρατιώτες) εγκαταλείπω την τάξη, δεν τηρώ την πειθαρχία 2. κάνω άστατη και άτακτη ζωή … Dictionary of Greek
ἀτάκτω — ἄτακτος not in battle order masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἄτακτος not in battle order masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτάκτῳ — ἄτακτος not in battle order masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτάκτωι — ἀτάκτῳ , ἄτακτος not in battle order masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπατακτώ — έω, Α [ἀτακτῶ] (για συλλογισμό) χάνω την σειρά μου, βγαίνω εκτός ελέγχου … Dictionary of Greek